ὑπόδουπος

ὑπόδουπος
ὑπόδουπος
reverberating
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • υπόδουπος — ον, Α αυτός που ακούγεται σαν αντήχηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + δοῦπος «βαρύς, υπόκωφος χτύπος»] …   Dictionary of Greek

  • νούθος — νοῡθος και νουθός, ὁ (Α) ισχυρό χτύπημα τού ποδιού («νοῡθος δὲ ποδῶν ὑπόδουπος ὀρώρει», Ησίοδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ., κατά μία άποψη, συνδέεται με τη γλώσσα που παραδίδει ο Ησύχιος νυθόν ἄφωνον, σκοτεινόν, νυθῶδες σκοτεινῶδες και ανάγεται σε ΙΕ ρίζα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”